- μυρεψικός
- -ή, -ὁ (ΑΜ μυρεψικός, -ή, -όν) [μυρεψός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη)η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία3. αρωματικός, αρωματισμένος, μυρωδικόςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρεψικόντο άρωμααρχ.1. το προϊόν τής μυρεψίας, το άρωμα που παρασκευάζουν τεχνητά οι αρωματοποιοί2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρεψικόνκατάστημα αρωμάτων, μυροπωλείο.
Dictionary of Greek. 2013.